- διαμονῇ
- διαμονήcontinuancefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαμονή — continuance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμονή — η 1. η διαβίωση σε κάποιον τόπο, συνήθως για περιορισμένο χρονικό διάστημα: Η διαμονή του στο ξενοδοχείο ήταν πολύ ευχάριστη. 2. ο τόπος κατοικίας: Πάντα με ανανεώνει η διαμονή μου στην εξοχή το καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμονή — Ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πρόχειρη ή προσωρινή εγκατάσταση ενός προσώπου. Ο όρος παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που η δ. δεν μπορεί να αποδειχτεί. Σε πολλές περιπτώσεις, ο νόμος αρκείται στον τόπο της δ. για να ρυθμίσει… … Dictionary of Greek
διαμονῆι — διαμονῇ , διαμονή continuance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμοναῖς — διαμονή continuance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμονᾶς — διαμονή continuance fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμονῆς — διαμονή continuance fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμονῇς — διαμονή continuance fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμονήν — διαμονή continuance fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμονῶν — διαμονή continuance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)